ἀπόμαξον

ἀπόμαξον
ἀπομάσσω
wipe off
aor imperat act 2nd sg
ἀ̱πόμαξον , ἀπομάσσω
wipe off
futperf ind act masc voc sg (doric aeolic)
ἀ̱πόμαξον , ἀπομάσσω
wipe off
futperf ind act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
ἀπομάσσω
wipe off
aor imperat act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χειρόμακτρο — το / χειρόμακτρον, ΝΑ, και χειρώμακτρον και χειρρόμακτρον και αιολ. τ. χερόμακτρον Α (λόγ. τ.) κομμάτι από ύφασμα, πετσέτα για το σκούπισμα τών χεριών αρχ. είδος γυναικείου κεφαλόδεσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + μάκτρον «πετσέτα» (< μάσσω… …   Dictionary of Greek

  • όμαρξον — ὅμαρξον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀπόμαξον». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ομόργνυμι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”